γκρεμνίζω
Смотреть что такое "γκρεμνίζω" в других словарях:
γκρεμνίζω — βλ. γκρεμίζω … Dictionary of Greek
γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… … Dictionary of Greek
ξεγκρεμνίζω — (Μ) ρίχνω κάποιον στον γκρεμό, γκρεμοτσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γκρεμνίζω] … Dictionary of Greek